Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

in the first place < → δείτε τις λέξεις in, first και place

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɪn ðə ˈfɜːst pleɪs/ & /ɪn ðə ˈfɜ˞st pleɪs/

  Έκφραση επεξεργασία

in the first place (en)

  1. καταρχήν
  2. κατά κύριο λόγο
  3. πρώτα πρώτα

Δείτε επίσης επεξεργασία