Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
in that
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Έκφραση
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
in that
< →
δείτε
τις λέξεις
in
και
that
Έκφραση
επεξεργασία
in that
(en)
(
επίσημο
)
επειδή
⮡
He left
in that
he was ill.
Έφυγε
επειδή
ήταν άρρωστος.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τον σύνδεσμο
because
Πηγές
επεξεργασία
in that
- Cambridge Dictionary online