Ετυμολογία

επεξεργασία
in its entirety < → δείτε τις λέξεις in, its και entirety

  Έκφραση

επεξεργασία

in its entirety (en)

  • (ιδιωματισμός) στο σύνολό του, στην ολότητά του, ολόκληρος
    ⮡  She examined the issue in its entirety .
    Εξέτασε το θέμα στο σύνολό του/στην ολότητά του.
    ⮡  The article was published in its entirety and without cuts.
    Το άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές.