in broad daylight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin broad daylight (en)
- (ιδιωματισμός) μέρα μεσημέρι
- ↪ This is robbery in broad daylight.
- Αυτό είναι ληστεία μέρα μεσημέρι.
- ↪ This is robbery in broad daylight.
Πηγές
επεξεργασία- broad (idioms): (in) broad daylight - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 362. ISBN 9780194325684., λήμμα: (η)μέρα