in all
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin all (en)
- (ιδιωματισμός) συνολικά
- ⮡ There were ten people in all.
- Συνολικά υπήρχαν δέκα άνθρωποι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη altogether
- ⮡ There were ten people in all.