imputrescible
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- imputrescible < λατινική imputrescibilis
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
imputrescible | imputrescibles |
imputrescible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
imputrescible | imputrescibles |
imputrescible (fr) αρσενικό ή θηλυκό