Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
imprimeuse imprimeuses

imprimeuse (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη imprimer