importateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | importateur | importateurs |
θηλυκό | importatrice | importatrices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαimportateur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | importateur | importateurs |
θηλυκό | importatrice | importatrices |
importateur (fr) αρσενικό