Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.dabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
imperdable imperdables

imperdable (fr) αρσενικό ή θηλυκό