impénétrable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impénétrable | impénétrables |
Επίθετο επεξεργασία
impénétrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αδιαπέραστος
- (μεταφορικά) μη διαχειρίσιμο πρόβλημα, δυσεπίλυτο ή πρακτικά μη επιλύσιμο
- ανεξιχνίαστος
ενικός | πληθυντικός |
impénétrable | impénétrables |
impénétrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό