ενικός         πληθυντικός  
impénétrable impénétrables

  Επίθετο

επεξεργασία

impénétrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αδιαπέραστος
  2. (μεταφορικά) μη διαχειρίσιμο πρόβλημα, δυσεπίλυτο ή πρακτικά μη επιλύσιμο
  3. ανεξιχνίαστος