immangeable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.mɑ̃.ʒabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
immangeable | immangeables |
immangeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
immangeable | immangeables |
immangeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό