Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

iench < verlan του chien

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /jɛ̃ʃ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
iench iench

iench (fr) αρσενικό άκλιτο

  • χρησιμοποιείται σε αρνητικές ή ειρωνικές εκφράσεις
mon employeur me traite comme un iench - το αφεντικό μου μου φέρεται σαν να ήμουν σκύλος
ziva, ne me laisse pas en iench ! - έλα, πού πας, μη μ' αφήνεις έτσι!