Ετυμολογία

επεξεργασία
id. < idem

Συντομομορφή

επεξεργασία

id. (en) και id συντομογραφία

  • ό.π.: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε

Συνώνυμα

επεξεργασία