id.
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- id. < idem
Συντομομορφή
επεξεργασίαid. (en) και id συντομογραφία
- ό.π.: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε
Συνώνυμα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαid. (fr) και id συντομογραφία
- συντομογραφία του idem