ichnologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ichnologique | ichnologiques |
Επίθετο
επεξεργασίαichnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ιχνολογία
ενικός | πληθυντικός |
ichnologique | ichnologiques |
ichnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό