ichnographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ik.nɔ.ɡʁa.fi/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ichnographique | ichnographiques |
ichnographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ichnographique | ichnographiques |
ichnographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό