Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχνογραφικός η ιχνογραφική το ιχνογραφικό
      γενική του ιχνογραφικού της ιχνογραφικής του ιχνογραφικού
    αιτιατική τον ιχνογραφικό την ιχνογραφική το ιχνογραφικό
     κλητική ιχνογραφικέ ιχνογραφική ιχνογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχνογραφικοί οι ιχνογραφικές τα ιχνογραφικά
      γενική των ιχνογραφικών των ιχνογραφικών των ιχνογραφικών
    αιτιατική τους ιχνογραφικούς τις ιχνογραφικές τα ιχνογραφικά
     κλητική ιχνογραφικοί ιχνογραφικές ιχνογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχνογραφικός < ιχνογραφία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ιχνογραφικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία