Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pɛʁ.ɛs.te.zi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hyperesthésie hyperesthésies

hyperesthésie (fr) θηλυκό