Ετυμολογία

επεξεργασία

hydro-électrique < hydro- + électrique

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.dʁɔ.e.lɛk.tʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hydro-électrique hydro-électriques

hydro-électrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό