Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
humectage humectages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

humectage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη humecter