Ετυμολογία

επεξεργασία
hukuk < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική حقوق (hukuk) [1][2] < αραβική حقوق (ḥuqūq) < αραβική حق (ḥaqq)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /huˈkuk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. ο νόμος, το δίκαιο
    Roma hukuku
    το ρωμαϊκό δίκαιο
  2. (μεταφορικά) σχέση, φιλία, συντροφιά
    Onunla hukukumuz eskiye dayanır.
    Η συντροφιά μας μαζί του χρονολογείται από παλιά.

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. hukuk - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. σελ. 1814 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).