Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.tɛl.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hostellerie hostelleries

hostellerie (fr) θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  hôtellerie