Ετυμολογία

επεξεργασία
hochet < hochet

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔɔ.ʃɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hochet hochets

hochet (fr) αρσενικό

  1. η κουδουνίστρα
  2. (μεταφορικά) η ψευδαίσθηση, το όνειρο

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία