hochement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hochement < hochet
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hochement | hochements |
hochement (fr) αρσενικό
- το κούνημα, το νεύμα (λέγεται μόνο στην έκφραση hochement de tête)
- il a répondu par un hochement de tête - απάντησε κουνώντας το κεφάλι του