Ετυμολογία

επεξεργασία
hochement < hochet

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔɔʃ.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hochement hochements

hochement (fr) αρσενικό

  • το κούνημα, το νεύμα (λέγεται μόνο στην έκφραση hochement de tête)
    il a répondu par un hochement de tête - απάντησε κουνώντας το κεφάλι του

Συγγενικά

επεξεργασία