Ουσιαστικό

επεξεργασία

high noon (en)

  1. ακριβώς 12.00 ή ώρα, το καταμεσήμερο
  2. (μεταφορικά) η κορυφαία περίοδος, η άνθιση
    some historians characterize the late 1800's through the early 1900's as the high noon of colonialism
  3. (μεταφορικά) έντονη αντιπαράθεση, δοκιμασία ή κρίσιμη περίοδος κατά την οποία η μοίρα κάποιου (προσώπου ή πράγματος) θα οριστικοποιηθεί
    It's high noon for health care in America; will Congress do the right thing?