high noon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhigh noon (en)
- ακριβώς 12.00 ή ώρα, το καταμεσήμερο
- (μεταφορικά) η κορυφαία περίοδος, η άνθιση
- some historians characterize the late 1800's through the early 1900's as the high noon of colonialism
- (μεταφορικά) έντονη αντιπαράθεση, δοκιμασία ή κρίσιμη περίοδος κατά την οποία η μοίρα κάποιου (προσώπου ή πράγματος) θα οριστικοποιηθεί
- It's high noon for health care in America; will Congress do the right thing?