Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
herausbrechen
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
herausbrechen
(de)
σπάζω
{αφαιρώντας ένα κομμάτι από ένα σύνολο)
κάνω
εμετό
ξεπετάγομαι