Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hectograph hectographs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hectograph (en)

  • (ιστορία) ο πολύγραφος, ειδική συσκευή που χρησιμοποιεί χαραγμένη με γραφομηχανή (ή με το χέρι) ελαστική μεμβράνη για την αναπαραγωγή αντιγράφων
     συνώνυμα: copygraph

Δείτε επίσης επεξεργασία