Ετυμολογία

επεξεργασία
he'll: συναίρεση του he + 'll (will)

  Συγχώνευση

επεξεργασία

he'll (en)

  • (αυτός) θα
    ⮡  He'll write today.
    Θα γράψει σήμερα.
    ⮡  He'll be writing all week.
    Θα γράφει όλη την εβδομάδα.