Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
handshake handshakes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

handshake (en)

  • η χειραψία
    The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
    Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.

  Πηγές επεξεργασία