Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ly.si.na.twaʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hallucinatoire hallucinatoires

hallucinatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό