hémorroïdal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
hémorroïdal < hémorroïde + -al
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.mɔ.ʁɔ.i.dal/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hémorroïdal | hémorroïdals |
θηλυκό | hémorroïdale | hémorroïdales |
hémorroïdal (fr)