guitaristique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- guitaristique < guitare
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
guitaristique | guitaristiques |
guitaristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την κιθάρα
ενικός | πληθυντικός |
guitaristique | guitaristiques |
guitaristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό