guimbarde
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
guimbarde | guimbardes |
guimbarde (fr) θηλυκό
- (οικείο) κακοφτιαγμένη κιθάρα
- Il est monté sur sa guimbarde et il a disparu. Ανέβηκε στο σαράβαλό του κι έγινε καπνός.