Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɛ̃.baʁd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
guimbarde guimbardes

guimbarde (fr) θηλυκό

Il est monté sur sa guimbarde et il a disparu. Ανέβηκε στο σαράβαλό του κι έγινε καπνός.

Συνώνυμα

επεξεργασία