Ετυμολογία

επεξεργασία
grimoire < παλαιά γαλλική gramaire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡʁi.mwaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grimoire grimoires

grimoire (fr) αρσενικό