grimoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- grimoire < παλαιά γαλλική gramaire
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grimoire | grimoires |
grimoire (fr) αρσενικό
- το γριμόριο
ενικός | πληθυντικός |
grimoire | grimoires |
grimoire (fr) αρσενικό