gracilization
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gracilization < graciliz(e) + -ation
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡras(ə)lʌɪˈzeɪʃn/
Ουσιαστικό επεξεργασία
gracilization (en)
- (ανθρωπολογία) η μείωση της οστικής μάζας, η λέπτυνση και σμίκρυνση των οστών, ως αποτέλεσμα της βιολογικής εξέλιξης