Ετυμολογία

επεξεργασία
gréviste < grève

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gréviste grévistes

gréviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gréviste grévistes

gréviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία