governance
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- governance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική governance < παλαιά γαλλική governer (κυβερνώ). Δείτε και govern
ενικός | πληθυντικός |
governance | governances |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɡʌv(ə)nəns/
Ουσιαστικό επεξεργασία
governance (en)
- o τρόπος, η οργάνωση της διακυβέρνησης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- governance στην αγγλική Βικιπαίδεια