goupillon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- goupillon < goupil
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
goupillon | goupillons |
goupillon (fr) αρσενικό
- αγιαστούρα
- βουρτσάκι (μπουκαλιών)
ενικός | πληθυντικός |
goupillon | goupillons |
goupillon (fr) αρσενικό