Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

goupillon < goupil

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡu.pi.jɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
goupillon goupillons

goupillon (fr) αρσενικό

  1. αγιαστούρα
  2. βουρτσάκι (μπουκαλιών)