Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
goulet goulets

  Ουσιαστικό επεξεργασία

goulet (fr) αρσενικό

  • στόμιο (λιμανιού), στενή είσοδος λιμανιού, ράδας