gouailleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gouailleur | gouailleurs |
θηλυκό | gouailleuse | gouailleuses |
Επίθετο
επεξεργασίαgouailleur (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη gouailler
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gouailleur | gouailleurs |
θηλυκό | gouailleuse | gouailleuses |
gouailleur (fr)