gonfleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gonfleur | gonfleurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgonfleur (fr) αρσενικό
- συσκευή για το φούσκωμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη gonfler
ενικός | πληθυντικός |
gonfleur | gonfleurs |
gonfleur (fr) αρσενικό