Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
glanceable
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
glanceable
<
glance
+
able
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɡlɑːnseɪ.bl̩
/
Επίθετο
επεξεργασία
glanceable
(en)
που γίνεται
κατανοητός
με μια μόνο
ματιά
ή με ελάχιστη
προσπάθεια
,
ευνόητος