• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

gewöhnen

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γερμανικά (de)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΡήμαΕπεξεργασία

gewöhnen (de)

  1. (μεταβατικό) συνηθίζω, εξοικειώνω κάποιον με κάτι
  2. (reflexiv) sich an etwas gewöhnen - συνηθίζω σε κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • Gewohnheit
  • gewöhnlich
  • gewohnt
  • ungewohnt
  • angewöhnen
  • abgewöhnen
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=gewöhnen&oldid=5550375"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Μαρτίου 2022, στις 08:36
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Μαρτίου 2022, στις 08:36.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie