Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
gewöhnen
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
gewöhnen
(de)
(
μεταβατικό
)
συνηθίζω
,
εξοικειώνω
κάποιον με κάτι
(
reflexiv
)
sich
an etwas gewöhnen
-
συνηθίζω
σε κάτι,
εξοικειώνομαι
με κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία
Gewohnheit
gewöhnlich
gewohnt
ungewohnt
angewöhnen
abgewöhnen