germaniste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
germaniste | germanistes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
germaniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- γλωσσολόγος που ασχολείται με τις γερμανικές γλώσσες
ενικός | πληθυντικός |
germaniste | germanistes |
germaniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό