Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

genocídio (pt) <

ενικός πληθυντικός
genocídio genocídios

  Ουσιαστικό επεξεργασία

genocídio (pt)

  1. η γενοκτονία, ο αφανισμός λαού ή συγκεκριμένης εθνότητας ή φυλής (π.χ. γενοκτονία Αρμενίων)
  2. μεγάλη σφαγή αμάχων