garnish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | garnish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | garnishes |
αόριστος | garnished |
παθητική μετοχή | garnished |
ενεργητική μετοχή | garnishing |
Ρήμα
επεξεργασίαgarnish (en)
- γαρνίρω, προσθέτω μια μικρή ποσότητα φαγητού σε ένα άλλο πιάτο φαγητού
- ⮡ a cake garnished with whipped cream - τούρτα γαρνιρισμένη με κρέμα σαντιγί
- ⮡ I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.
- Γαρνίρω το ψάρι με μαϊντανό και φέτες λεμονιού.