Ετυμολογία

επεξεργασία
güldürmek < gül + -dür + -mek

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɟʏl.dʏɾˈmɛc/

güldürmek (tr)

  • κάνω κάποιον να γελάσει
    ※  Güldürme beni, o evi hangi parayla alacağım?
    Μη με κάνεις να γελάσω, με ποια χρήματα θα αγοράσω αυτό το σπίτι;