génétiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- génétiste < (άμεσο δάνειο) αγγλική genetiste < genetism
Επίθετο
επεξεργασίαgénétiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgénétiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
génétiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
génétiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό