gématrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gématrique < gématrie
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gématrique | gématriques |
gématrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τον εβραϊκό μυστικισμό
ενικός | πληθυντικός |
gématrique | gématriques |
gématrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό