Ετυμολογία

επεξεργασία
fukara < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική فقرا‎ < αραβική فُقَرَاء‎ (fuqarāʾ), πληθυντικός του فَقِير‎ (faḳīr, φτωχός, φακίρης)

  Επίθετο

επεξεργασία

fukara (tr)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία