fugitive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fugitive | fugitives |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfugitive (en)
- ο/η φυγάς, ο δραπέτης/ η δραπέτισσα, που διαφεύγει τη σύλληψη
- ⮡ The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
- Οι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω από την περιοχή όπου θεάθηκαν οι δραπέτες.
- ⮡ The police are tracking around the area where the fugitives were seen.