Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fugitive (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fugitive (en)

  1. που διαφεύγει τη σύλληψη
  2. φευγαλέος
  3. που αναφέρεται σε ένα θέμα το οποίο δεν ενδιαφέρει πια